- κέρδος
- Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία.
Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης των επιχειρήσεων. Η κατάσταση ξεκινά από τα έσοδα που προέρχονται από τις πωλήσεις, από τα οποία αφαιρείται το κόστος πωληθέντων δίνοντας το μεικτό κ. Στη συνέχεια αφαιρούνται οι αποσβέσεις καθώς και το κόστος διάθεσης πωληθέντων και οι διοικητικές δαπάνες, που δίνουν το οργανικό (ή λειτουργικό) κ. Ακολούθως προστίθενται τα έσοδα από τόκους και μερίσματα και αφαιρούνται οι δαπάνες για τόκους, δίνοντας τα κ. προ φόρων και εκτάκτων. Το επόμενο βήμα είναι η αφαίρεση των φόρων που δίνει τα κ. μετά φόρων και προ εκτάκτων. Τέλος προστίθενται και αφαιρούνται τα έκτακτα κ. ή ζημίες (για παράδειγμα, κ. από πώληση ενός περιουσιακού στοιχείου ή ζημία από φυσική καταστροφή) προσδιορίζοντας τα καθαρά κ. Από αυτά ένα μέρος μπορεί να μεταφερθεί στα αποθεματικά της επιχείρησης για τη χρηματοδότηση μελλοντικών επενδύσεων και το υπόλοιπο, τα κ. προς διάθεση, μοιράζεται στους μετόχους ως μέρισμα. Τα καθαρά κ. αποτελούν την αμοιβή των μετόχων που έχουν συνεισφέρει το μετοχικό κεφάλαιο. Αν το κόστος ξεπερνάει τα έσοδα, το κ. έχει αρνητικό πρόσημο, δηλαδή πρόκειται για ζημία.
Στην οικονομική θεωρία έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για την κατανόηση και τον ορισμό του κ., που αποτελεί μια επίμαχη έννοια. Στη νεότερη οικονομική θεωρία το κ. ερμηνεύεται ως αμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, της επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, αυτός ο συντελεστής είναι σχετικά απροσδιόριστος και κατασκευάστηκε ως έννοια για να καταστεί δυνατή η διάκριση κ. και τόκου, με τον οποίο αμείβεται το κεφάλαιο, και της προσόδους με την οποία αμείβεται η ακίνητη περιουσία, αλλά και του μισθού και άλλων αμοιβών των διευθυντικών στελεχών για την εργασία τους. Μια προσέγγιση της έννοιας επιχειρηματικότητα μπορεί να νοηθεί ως η ανάληψη του επιχειρηματικού κινδύνου και η εισαγωγή της καινοτομίας.
Ιστορικά, οι οικονομολόγοι της κλασικής σχολής, ακολουθώντας την αντίληψη του Άνταμ Σμιθ, θεώρησαν το κ. ως αμοιβή του επιχειρηματία-κεφαλαιούχου, γιατί προκατέβαλε στον εργάτη τα τεχνικά και οικονομικά μέσα που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της παραγωγικής διαδικασίας. Προκειμένου να εκτελέσει αυτή την οικονομική ενέργεια, ο εργαζόμενος χρειάζεται εργαλεία αλλά και τα μέσα που θα εξασφαλίσουν τη συντήρησή του από τη στιγμή που αρχίζει την εργασία του μέχρι τη στιγμή που παίρνει ένα εισόδημα από την πώληση του προϊόντος που κατασκεύασε. Ο επιχειρηματίας εξασφαλίζει τα εργαλεία αλλά και τα μέσα συντήρησης του εργαζομένου μέσω του μισθού που προσφέρει και σε αντάλλαγμα εξασφαλίζει από την αρχή την κυριότητα του προϊόντος. Η διαφορά από την αξία του προϊόντος και την αξία των μέσων που προσέφερε στον εργαζόμενο αποτελεί το κ.
Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, το κ. μαζί με τον τόκο και την πρόσοδο αποτελούν την υπεραξία. Η υπεραξία ορίζεται ως το κομμάτι της αξίας που δημιουργεί η εργασία και ξεπερνά την αξία της εργατικής δύναμης, δηλαδή του κόστους συντήρησης και αναπαραγωγής της, και είναι αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από την κεφαλαιοκρατική. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, το κ., ο τόκος και η πρόσοδος δεν είναι παρά ένας τρόπος διανομής της υπεραξίας ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες, την οποία καρπώνονται από τους πραγματικούς ιδιοκτήτες της, τους εργαζόμενους.
Νέα διατύπωση της έννοιας δόθηκε από τον Άλφρεντ Μάρσαλ, ο οποίος θεώρησε το κ. ως αμοιβή της διευθυντικής εργασίας. Η θεωρία αυτή αποτέλεσε την αφετηρία για τον ορισμό του κ. που δέχεται γενικά η νεότερη οικονομία. Ωστόσο δεν καθορίζει με ακρίβεια σε τι διαφέρει η διευθυντική εργασία από όλους τους άλλους τύπους εργασίας, ώστε το κ. να καταλήγει να αντιπροσωπεύει μια ειδική αμοιβή για έναν ειδικό τύπο εργασίας.
Δύο οικονομολόγοι, ο Τζον Κλαρκ και ο Γιόζεφ Σουμπέτερ, κατόρθωσαν να υπερπηδήσουν αυτή την πιθανότητα σύγχυσης, τοποθετώντας την εξέταση του κ. σε μια δυναμική αντίληψη της οικονομικής ζωής. Κατά την αντίληψη αυτή, σε καταστάσεις ισορροπίας δεν υπάρχει κ., καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ των παραγωγών προκαλεί την εξίσωση των τιμών των προϊόντων με το κόστος παραγωγής τους, ώστε από την πώληση ενός οποιουδήποτε προϊόντος να προκύπτουν μόνο οι μισθοί των εργαζομένων, οι τόκοι των κεφαλαιούχων και οι πρόσοδοι των γαιοκτημόνων. Αλλά σε μια δυναμική κατάσταση υπάρχει η δυνατότητα να δημιουργηθούν διαφορές ανάμεσα στις τιμές και στο κόστος παραγωγής ακόμα και σε καθεστώς ανταγωνισμού. Τότε μπορούν να αποκομιστούν από την πώληση του προϊόντος περισσότερα απ’ όσα δαπανήθηκαν για την παραγωγή του· αυτό είναι το κ. με το οποίο αμείβεται εκείνος που κατόρθωσε να προκαλέσει αυτή τη διαφορά μεταξύ τιμών και κόστους. Αυτή η διαφορά μπορεί να προκύψει από την εισαγωγή μιας νέας βιομηχανικής μεθόδου ή τεχνολογίας, η οποία μειώνει το κόστος, ή με ένα νέο προϊόν που δεν αντιμετωπίζει ανταγωνισμό και κατακτά ένα μερίδιο στην αγορά. Με αυτή την έννοια το κ. δεν μπορεί να είναι παρά μόνο πρόσκαιρο, γιατί και οι άλλοι παραγωγοί που εργάζονται με μεγαλύτερο κόστος θα προσαρμοστούν αργά ή γρήγορα στις νέες παραγωγικές μεθόδους και έτσι, με την επίδραση του ανταγωνισμού, η τιμή θα εξισωθεί με το νέο και χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Ωστόσο, το κ. δεν είναι πρόσκαιρο για το οικονομικό σύστημα στο σύνολό του, γιατί οι τελειοποιήσεις διαδέχονται η μία την άλλη συνεχώς σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς.
Το κέρδος, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, είναι η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το (ΑΜ κέρδος)κάθε υλική ή ηθική ωφέλεια από μια πράξη ή ενέργεια, όφελος, πλεονέκτημα, ωφέλημα (α. «επιδιώκει το εύκολο κέρδος» β. «το μαγαζί δεν αφήνει πια κέρδος» γ. «είχα μεγάλο κέρδος από τη συναναστροφή μας» δ. «μήτ' ἐπὶ τῷ ἑαυτῶν κέρδει, μήτ' ἐπὶ ζημίᾳ τῶν ἀκουόντων», Ξεν.)νεοελλ.1. ωφέλεια που προκύπτει από την πώληση εμπορευμάτων, προϊόντων ή υπηρεσιών, δηλαδή το πλεόνασμα τού συνολικού εισοδήματος σε σύγκριση με το ολικό κόστος μέσα σε καθορισμένο χρονικό διάστημα2. φρ. α) «καθαρό κέρδος» — έσοδο απαλλαγμένο από κάθε επιβάρυνση, δηλ. το κέρδος που προκύπτει αν από το μικτό κέρδος αφαιρεθούν τα γενικά έξοδα διοίκησης ή διαχείρισης, οι αποσβέσεις, οι φόροι εισοδήματος και κάθε άλλο πάγιο έξοδοβ) «μικτό κέρδος» — τα αποτελέσματα εκμετάλλευσης, δηλαδή η διαφορά μεταξύ πωλήσεων και κόστους πωλήσεων, το κέρδος που προκύπτει αν από τα ακαθάριστα έσοδα μιας επιχείρησης αφαιρεθεί το τεχνικό κόστος παραγωγήςαρχ.1. επιθυμία και αγάπη για κέρδος, φιλοκέρδεια («ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν» Σοφ.)2. στον πληθ. τὰ κέρδη και κέρδεαα) δόλια τεχνάσματα, πανουργίες, απάτες («ὃς δὲ καὶ κέρδεα εἰδῇ», Ομ. Ιλ.)β. εισοδήματα, πρόσοδοι, ωφέλειες («περιβαλλόμενος ἑαυτῷ κέρδεα», Ηρόδ.)3. φρ. α) (ειρωνικά) «λαμβάνω κέρδος» — ζημιώνομαι από κάτι που καρπώθηκαβ) «κατὰ κέρδεα βουλεύομαι» — μελετώ πονηριές, σκέπτομαι να προξενήσω βλάβη, ζημία (Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. ιρλδ. cerd «τέχνη, χειροτεχνία» αλλά και «αγγειοπλάστης» και «ποιητής», καθώς και με το γαλατ. cerdd «ποίηση, τραγούδι», οπότε θα αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *kerd- «έντεχνος, επιτήδειος».ΠΑΡ. κερδαίνω, κερδαλέος, κερδίζω, κερδώοςαρχ.κερδάριον, κερδεία, κερδείη, κερδεών, κερδητικός, κερδία, κέρδίστος, κερδίων, κερδοσύνη, κερδύφιον, κερδώ, ήμσν.- νεοελλ.ρ. κερδώνεοελλ.κερδεύω.ΣΥΝΘ. κερδοφόροςαρχ.κερδέμπορος, κερδογαμώμσν.κερδομίσθιον, κερδοσυλλέκτηςνεοελλ.κερδομανής, κερδομανία, κερδοσκοπία, κερδοσκοπικός, κερδοσκόπος, κερδοσκοπώ].
Dictionary of Greek. 2013.